- κόλασιν
- κόλασιςchecking the growthfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… … Dictionary of Greek
вълагатисѧ — ВЪЛАГА|ТИСѦ (8*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1. Страд. к вълагати в 1 знач. Перен. Вмешиваться: не вълагаи сѩ въ срѣдѹ б<е>сѣды. (μὴ παρεμβάλλου) Изб 1076, 147 об. 2. Вълагатисѩ въ (что л.) – подвергаться чему л.: и въ такова˫а жестокопрѣбывани˫а. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
моука — МОУК|А1 (818), Ы с. Мука, мучение физическое и нравственное: разѹмѣваи д҃ши грѣхъ и мѹкы. Изб 1076, 90; зълии ти бѣси творѧще мѹкѹ и доселѣ скотɤ. ЖФП XII, 54б; иже за ст҃ыѥ иконы много пострадалъ ѥсть. и кровию до коньца претьрпѣ въ мѹкахъ. ЖФСт … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
προαναπληρώ — όω, Α γεμίζω καλά από πριν («ἵνα τὴν λείπουσαν τοῑς βασάνοις προαναπληρώσωσι κόλασιν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναπληρῶ «γεμίζω, συμπληρώνω»] … Dictionary of Greek
προσεδρεία — και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ [προσεδρεύω] 1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι 2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.) 3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια … Dictionary of Greek